σιτίο

σιτίο
το / σιτίον, ΝΜΑ [σῑτος]
συνήθως στον πληθ. τα σιτία
τρόφιμα, προμήθειες (α. «σιτία γυλιού» — τα τρόφιμα που έχει ο οπλίτης στον γυλιό του και τά χρησιμοποιεί σε περίπτωση μη εφοδιασμού
β. «σιτία και ποτά», Πλάτ.
γ. «εἴ τι σιτίον ἢ ποτὸν ἦν», Ξεν.)
νεοελλ.
βιολ. το σύνολο τών θρεπτικών συστατικών που παίρνει ο οργανισμός με τις τροφές και που αποτελούνται από πρωτεΐνες, λίπη, υδατάνθρακες, βιταμίνες, ανόργανα άλατα και νερό
αρχ.
1. οι κόκκοι, οι σπόροι τού σιταριού («ἤλουν ὄρθριαι τὰ σιτία», Φερεκρ.)
2. το ψωμί («ἀπὸ ὀλυρέων ποιεῡνται σιτία», Ηρόδ.)
3. τροφή για σκύλους
4. στον πληθ. τα περιττώματα
5. φρ. «τἀν Πρυτανείῳ σιτία» — η σίτηση στο πρυτανείο, η σίτηση με δημόσια δαπάνη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παναμάς — I O Παναμάς καταλαμβάνει το πιο στενό τμήμα του κεντροαμερικανικού ισθμού και προχωρεί σε σχήμα «S» από τη μεθόριο με την Kόστα Pίκα στα δυτικά ώς τη μεθόριο με την Kολομβία στα ανατολικά. Tα πιο διαμήκη σύνορα της χώρας όμως είναι τα φυσικά, που …   Dictionary of Greek

  • σίτος — ο / σῑτος, ΝΜΑ, και ετερόκλ. τ. πληθ. τά σίτα, Α το σιτάρι νεοελλ. φρ. «συγκέντρωση σίτου» η από το κράτος αγορά τής ετήσιας εγχώριας σιτοπαραγωγής σε τιμές ανώτερες τών εισαγόμενων από το εξωτερικό σιτηρών με στόχο αφ ενός την προστασία τού… …   Dictionary of Greek

  • σιτία — (I) ἡ, Α ψωμί. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος, κατά τα θηλ. σε ία]. (II) τὰ, Ν βλ. σιτίο …   Dictionary of Greek

  • σιτιοδόχη — η, Ν μικρός σάκος, σακίδιο για τρόφιμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιτίο + δόχη (< δέχομαι), πρβλ. καπνο δόχη. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος] …   Dictionary of Greek

  • σιτιολόγος — ο, η, Ν ο ειδικός στη σιτιολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιτίο + λόγος*] …   Dictionary of Greek

  • σιτιοφοβία — η, Ν ιατρ. παραληρηματική άρνηση σίτησης που αφορά όλα ή ορισμένα μόνον τρόφιμα και η οποία απαντά στη μανιοκαταθλιπτική ψύχωση ή στο χρόνιο παραλήρημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιτίο + φοβία. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στο ημερολόγιο Πανελλήνιος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”